ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ
Τα νεοπλάσματα του παχέος εντέρου διακρίνονται σε καλοήθη και κακοήθη .
ΚΑΛΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ
Οι αδενωματώδεις πολύποδες αποτελούν τα πλέον συνήθη καλοήθη επιθηλιακά νεοπλάσματα. Η επίπτωσή τους σχετίζεται με την ηλικία, το φύλο, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου παχέος εντέρου (Κ.Π.Ε.) και τον κίνδυνο ανάπτυξης Κ.Π.Ε. στον γενικό πληθυσμό. Η επίπτωση κυμαίνεται από 20%-30% σε ηλικία <των 40 ετών έως 40%-50% σε ηλικία >των 60 ετών. Η συχνότητά τους ποικίλλει ευρέως μεταξύ των πληθυσμών, αλλά τείνει να είναι υψηλότερη σε πληθυσμούς με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης Κ.Π.Ε. Ενδοσκοπικές μελέτες δείχνουν ότι οι άρρενες έχουν κατά 1,5 αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αδενωμάτων σε σύγκριση με το θήλυ φύλο ίδιας ηλικίας. Με βάση τα μακροσκοπικά τους χαρακτηριστικά διακρίνονται σε επίπεδα (flat), κοίλα (depressed) και ανυψωμένα (elevated) αδενώματα. Οι δύο πρώτες κατηγορίες αδενωμάτων αναγνωρίζονται ενδοσκοπικά από τις αλλαγές στην υφή και ερυθρότητα του βλεννογόνου, ενώ τα ανυψωμένα συχνά φέρουν μίσχο. Με βάση την ιστολογική δομή, διακρίνονται σε σωληνώδη (tubular), σωληνολαχνωτά (tubulovillous) και λαχνωτά (villous) αδενώματα, χαρακτηριστική δε μορφολογία έχουν τα οδοντωτά (serrate) αδενώματα..
Ειδικότερα, τα σωληνώδη αδενώματα χαρακτηρίζονται από σύνθετο δίκτυο αδενοματώδους ιστού. Στα λαχνωτά αδενώματα, οι αδενοματώδεις αδένες επεκτείνονται προς το κέντρο του πολύποδα, δημιουργώντας μεγάλες δακτυλιοειδείς προβολές. Τα σωληνολαχνωτά αδενώματα αποτελούν συνδυασμό των δύο αναφερθέντων ιστολογικών τύπων. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα αδενώματα ταξινομούνται ως σωληνοειδή εάν τουλάχιστον το 80% των αδένων είναι σωληνώδους τύπου και ως λαχνωτά εάν τουλάχιστον το 80% των αδένων είναι υπό μορφή λαχνών. Τα σωληνώδη αντιπροσωπεύουν το 80%-86%, τα σωληνολαχνωτά το 8%-16%, και τα λαχνωτά αδενώματα το 3%-16% του συνόλου των πολυπόδων. Τα σωληνώδη αδενώματα συνήθως είναι μικρά και παρουσιάζουν ήπια δυσπλασία, ενώ τα λαχνωτά είναι συνήθως μεγάλα και τείνουν να σχετίζονται με σοβαρού βαθμού δυσπλασία. Επισημαίνεται ότι η δυσπλασία που παρουσιάζουν τα αδενώματα δυνατόν να βαθμολογείται υποκειμενικά βάσει ορισμένων κυτταρολογικών και αρχιτεκτονικών παραμέτρων σε τρεις κατηγορίες: ήπια, μέτρια και σοβαρή. Ορισμένοι πολύποδες παρουσιάζουν όλο το φάσμα από ήπια έως σοβαρή δυσπλασία, αλλά πάντοτε κατατάσσονται ανάλογα με τις επικρατούσες δυσπλαστικές τους εστίες.
Τα επίπεδα αδενώματα χαρακτηρίζονται από εντελώς επίπεδο ή ελαφρώς επηρμένο σχήμα διαμέτρου συνήθως <1 εκ. Το ποσοστό τους ανέρχεται στο 8,5%-12% όλων των αδενωμάτων. Προοπτικές μελέτες δείχνουν την τάση τους να έχουν μικρό μέγεθος, υψηλόβαθμη δυσπλασία και πρώιμη ανάπτυξη καρκίνου, έχουν δε διαφορετικό βιολογικό και χρωμοσωμικό προφίλ. Η φυσική τους ιστορία δεν είναι γνωστή. Είναι πιθανό ότι προκαλούν ανάπτυξη πολυποειδών αδενωμάτων, διαθέτουν δε χαρακτηριστικά αδενωματωδών και υπερπλαστικών πολυπόδων.
Η παρουσία των αδενωμάτων αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα κακοήθειας που σχετίζεται με την αλληλουχία: αδένωμα-χαμηλού/υψηλού βαθμού δυσπλασία- αδενοκαρκίνωμα. Τρία κύρια χαρακτηριστικά που σχετίζονται με κακοήθη εξαλλαγή των αδενωμάτων περιλαμβάνουν: μέγεθος, ιστολογικό τύπο και βαθμό δυσπλασίας. Στη συνάφεια αυτή, ο βαθμός κακοήθειας σχετίζεται άμεσα με το μεγαλύτερο μέγεθος του αδενώματος, την πλέον λαχνώδη ιστολογική υφή και τον υψηλότερο βαθμό δυσπλασίας.
Ανάλογα με το μέγεθος, τα αδενώματα ταξινομούνται σε τρεις ομάδες: <1 εκ., 1 έως 2 εκ., και >2 εκ. . Σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα αδενώματα είναι <1 εκ. αλλά η κατανομή του μεγέθους τους ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των μελετών. Έτσι, σε νεκροτομικές μελέτες, μόνο το 13% έως 16% των αδενωμάτων είναι >1 εκ, ενώ χειρουργικές και ενδοσκοπικές μελέτες εμφανίζουν υψηλότερα αντίστοιχα ποσοστά (26% έως 40%). Στις χώρες όπου η συχνότητα του Κ.Π.Ε. είναι υψηλή τα αδενώματα τείνουν να είναι μεγαλύτερα, αλλά το μέγεθός τους αυξάνει σε συνάρτηση με την ηλικία ακόμη και σε χώρες με χαμηλό επιπολασμό Κ.Π.Ε. Πολύποδες διαμέτρου <5 χιλ. αναφέρονται ως μικροσκοπικοί πολύποδες. Οι αρχικές θεωρήσεις ότι οι βλάβες αυτές είναι πάντοτε μη νεοπλασματικές έχουν αναθεωρηθεί με βάση νεότερων ενδοσκοπικών δεδομένων που δείχνουν ότι 30%-50% των μικροσκοπικών πολυπόδων είναι αδενώματα. Εντούτοις, αυτά έχουν μικρή βιολογική ή κλινική σημασία .
Συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με αδένωμα έχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη αδενοκαρκινώματος, ιδιαίτερα όταν το αδένωμα διαγνωσθεί σε ηλικία <των 60 ετών. Επιπλέον, η παρουσία αδενώματος απαιτεί πολυπεκτομή και ολική κολοσκόπηση για διάγνωση σύγχρονων ή μετάχρονων αδενωμάτων ή αδενοκαρκινώματος .
Οι μη επιθηλιακοί καλοήθεις όγκοι του παχέος εντέρου είναι λιγότερο συχνοί και προέρχονται από στρωματικά κύτταρα, όπως διάμεσα κύτταρα Cajal (GIST), λιποκύτταρα, ενδοθηλιακά κύτταρα ή νευρικές ίνες. Συνήθως έχουν σαφή όρια και συχνά προκαλούν συμπτώματα, όπως συμπιεστικά φαινόμενα σε γειτονικές δομές, εντερική απόφραξη και αιμορραγία.
ΑΔΕΝΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑ
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ
Ο Κ.Π.E αποτελεί τον 4ο και 3ο πιο συχνό όγκο μεταξύ ανδρών και γυναικών, αντίστοιχα, σε παγκόσμια κλίμακα. Ειδικότερα, ο Κ.Π.Ε. αφορά τον 4ο σε σειρά συχνότητας των πρωτοδιαγνωσθέντων καρκίνων στις ΗΠΑ, μετά τον καρκίνο του πνεύμονα, προστάτη και μαστού, αριθμεί δε το 10% των νέων περιπτώσεων καρκίνου στα 2 φύλα. Το 2009, η επίπτωση του ορθοκολικού καρκίνου εκτιμήθηκε στις 147.000 νέες περιπτώσεις στις ΗΠΑ και σε 50.000 σχετιζόμενους θανάτους, παρουσιάζει δε προοδευτική αυξητική τάση. Συνολικά, σε αμφότερα τα φύλα αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο στο δυτικό κόσμο. Συχνά σχετίζεται με έκπτωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, πολυάριθμες νοσηλείες και απώλεια παραγωγικού χρόνου. Η νόσος προκαλεί σημαντική επιβάρυνση στα συστήματα υγείας παγκοσμίως, αποτελεί δε κομβικό αντικείμενο μελέτης και έρευνας σε παγκόσμια κλίμακα.
Σύγχρονες εκτιμήσεις δείχνουν ότι 6% του πληθυσμού των ΗΠΑ τελικά θα αναπτύξει Κ.Π.Ε. Η επίπτωσή του ποικίλλει ανάλογα με το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, το δε ποσοστό εμφάνισής του είναι μεγαλύτερο στις αναπτυγμένες χώρες (Β. Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), ενδιάμεσο στην Ευρώπη και χαμηλό στην Ασία, Νότια Αμερική, και κυρίως στην Αφρική. Σε βιομηχανοποιημένες κοινωνίες η επίπτωσή του ανέρχεται στο 12,6% όλων των καρκίνων στους άντρες και 14,1% στις γυναίκες. Σε μη βιομηχανοποιημένες κοινωνίες τα ποσοστά είναι 7,7% και 7,9%, αντίστοιχα. Επιπλέον, η συχνότητα εμφάνισης Κ.Π.Ε. διαφέρει εντός των χωρών, ανάλογα με την περιοχή και τον πληθυσμό, σε αυτή δε τη διαφορά παίζουν πιθανό ρόλο περιβαλλοντικοί παράγοντες και κυρίως διατροφικές συνήθειες ή τρόπος ζωής.Πληθυσμοί με διαφορετικό τρόπο ζωής παρουσιάζουν διαφορετική επίπτωση της νόσου. Μετανάστες από περιοχές με αυξημένη επίπτωση σε περιοχές χαμηλής επίπτωσης Κ.Π.Ε., αποκτούν γρήγορα το πρότυπο επίπτωσης του νέου περιβάλλοντος. Το αντίθετο συμβαίνει κατά την αντίστροφη μετανάστευση. Κατά συνέπεια, ο Κ.Π.Ε. θεωρείται νόσος κυρίως περιβαλλοντικής αιτιολογίας, το δε 70,8% των περιπτώσεων της νόσου συσχετίζεται με περιβαλλοντικούς παράγοντες .
Μελέτες που αφορούν την εντόπιση της νεοπλασίας στο παχύ έντερο δείχνουν ότι σε αμφότερα τα φύλα έχει αυξηθεί το ποσοστό εμφάνισης στο τυφλό, ανιόν και σιγμοειδές, ενώ έχει μειωθεί το ποσοστό εμφάνισης στο ορθό. Στις ΗΠΑ, ο επιπολασμός του Κ.Π.Ε. σε λευκούς είναι υψηλότερος στο τυφλό, ανιόν (22% στους άνδρες, 27% στις γυναίκες) και σιγμοειδές (25% στους άνδρες, 23% στις γυναίκες) συγκριτικά με τα υπόλοιπα τμήματα του παχέος εντέρου. Σε αυτή τη συνάφεια, ενώ στο παρελθόν η νόσος εντοπίζονταν κυρίως στο αριστερό κόλον (σιγμοειδές και ορθό) πρόσφατα παρατηρείται αύξηση της συχνότητας εντόπισης στο δεξιό κόλον. Αυτή η μετανάστευση του Κ.Π.Ε. προς το εγγύς κόλον δυνατόν να ερμηνεύεται, τουλάχιστον μερικά, από την πλέον προσιτή και συχνή ενδοσκοπική προσέγγιση και αφαίρεση νεοπλασματικών αλλοιώσεων στο περιφερικό τμήμα του παχέος εντέρου. Το γεγονός αυτό επισημαίνει ιδιαίτερα τη σημασία της δευτερογενούς πρόληψης, λόγω του ασυμπτωματικού χαρακτήρα της νόσου στο δεξιό κόλον. Η ανεύρεση κακοήθους όγκου στη σιγμοειδοσκόπηση απαιτεί ολική κολοσκόπηση επειδή στο 5% των περιπτώσεων συνυπάρχει σύγχρονο αδενοκαρκίνωμα και στο 4% μετάχρονο αδενοκαρκίνωμα εντός χρονικού διαστήματος δύο ετών. Τα αδενοκαρκινώματα είναι συνήθως μη βλεννώδη, ενώ ο βαθμός κακοήθειας/διαφοροποίησης ποικίλλει. Από τα υφιστάμενα κλινικοπαθολογικά δεδομένα φαίνεται ότι η ενδοσκοπική αφαίρεση των αδενωμάτων οδήγησε σε μείωση της συχνότητας Κ.Π.Ε. .
Σε ότι αφορά το φύλο και την ηλικία, ο Κ.Π.Ε. παρατηρείται κυρίως σε άντρες άνω των 50 ετών. Σε μικρό ποσοστό (6-8%), η νόσος εμφανίζεται σε ηλικία <40 ετών και σχετίζεται συνήθως με γενετική προδιάθεση ή με ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου.
Τονίζεται ότι μεγάλες διαφορές υπάρχουν στα ποσοστά επιβίωσης με βάση το στάδιο της νόσου, το οποίο θεωρείται ο πλέον κρίσιμος προγνωστικός παράγοντας.
Στην Ελλάδα ο Κ.Π.Ε. είναι δεύτερος σε συχνότητα μετά τον καρκίνο του πνεύμονα. Ειδικότερα, κατά τα έτη 1999 και 2000 επί συνόλου 156.338 και 160.179 νεοπλασμάτων, αντίστοιχα, νέες περιπτώσεις Κ.Π.Ε. καταγράφηκαν σε 12.845 (8,2%) και 13.247 (8,3%), ενώ νέες περιπτώσεις καρκίνου πνεύμονα καταγράφηκαν σε 18.404 (11,8%) και 16.905 (10,5%), αντίστοιχα. Το έτος 2006, σύμφωνα με εκτιμήσεις που αφορούν τη συχνότητα και θνησιμότητα από Κ.Π.Ε. στις 25 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την Ελλάδα αναφέρονται 31 και 21,3 περιπτώσεις ανδρών και γυναικών, αντίστοιχα, ανά 100.000 πληθυσμού. Εντούτοις, επειδή δεν υφίσταται προς το παρόν επίσημη βάση καταγραφής των περιπτώσεων καρκίνου στην Ελλάδα, ο υπολογισμός στηρίχθηκε σε στοιχεία γειτονικών χωρών (Ιταλία, Βουλγαρία, Σλοβενία ) .
Αιτιολογία-Παθογένεια
Ενώ η αιτιολογία του Κ.Π.Ε. παραμένει εν πολλοίς αδιευκρίνιστη, είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Κ.Π.Ε. αναπτύσσεται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε προϋπάρχοντα καλοήθη αδενώματα τα οποία εξελίσσονται μέσω δυσπλασίας σε εστίες διηθητικού καρκινώματος. Σπάνια οι όγκοι παχέος εντέρου εγείρονται denovο σε μη αδενωματώδες επιθήλιο, αλλά και στις τελευταίες περιπτώσεις δυνατόν να αναπτύσσονται σε προϋπάρχοντα επίπεδα αδενώματα. Η ύπαρξη πρόδρομων εστιακών κρυπτών (AberrantCryptfoci, ACF) προηγείται της εμφάνισης αδενωματωδών στοιχείων και στις δύο οδούς καρκινογένεσης. Επιπλέον τύπος ογκογενέσεως παχέος εντέρου αφορά το ενοχοποιούμενο φαινόμενο της μιικροδορυφορικής αστάθειας.
Κατά συνέπεια, κατά κύριο λόγο υφίσταται η αναφερθείσα αλληλουχία αδενώματος που εξελίσσεται σε καρκίνο, ενδείξεις δε που υποστηρίζουν αυτή την αλληλουχία προκύπτουν από επιδημιολογικές, κλινικές, ιστολογικές και μοριακές μελέτες .
Επιδημιολογικές μελέτες υποδηλώνουν ότι η συχνότητα των αδενωμάτων συμβαδίζει γεωγραφικά με την αναφερθείσα συχνότητα Κ.Π.Ε. Πράγματι, η συχνότητα των αδενωμάτων αυξάνει σε μετανάστες από περιοχές χαμηλού κινδύνου σε περιοχές υψηλού επιπολασμού Κ.Π.Ε. Επιπλέον, οι δύο αυτές καταστάσεις αυξάνουν με την ηλικία, φαίνεται δε ότι τα αδενώματα προηγούνται τουλάχιστον 5-10 έτη πριν την ανάπτυξη καρκίνου. Ειδικότερα, στο σύνδρομο οικογενούς πολυποδιάσεως, τα “καλοήθη” αδενώματα προηγούνται 10-12 έτη πριν την ανάπτυξη καρκίνου, αλλά και σε περιπτώσεις σποραδικών αδενωμάτων μεσολαβεί χρονικό διάστημα “πολύποδος προς καρκίνο” τουλάχιστον 4 ή περισσότερα έτη ανάλογα με το βαθμό δυσπλασίας.
Από τα υφιστάμενα κλινικοπαθολογικά δεδομένα, η εφαρμογή ορθοσιγμοειδοσκοπήσεως σε ρουτίνα βάση και η αφαίρεση των ανευρισκομένων πολυπόδων προκάλεσε αναμενόμενη μείωση της συχνότητας και θνητότητας καρκίνου του ορθού.
Όσον αφορά τους γενικούς μηχανισμούς ογκογενέσεως, είναι γνωστό ότι κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν σπουδαίο ρόλο στην καρκινογένεση. Αμφότεροι οδηγούν είτε σε έκφραση παθολογικών ογκογονιδίων είτε σε απρόσφορη έκφραση φυσιολογικών γονιδίων των οποίων τα παράγωγα παρέχουν τον κακοήθη φαινότυπο. Οι μεταλλάξεις των γονιδίων δυνατόν να είναι κληρονομικές (germlinemutations), ή επίκτητες (somaticmutations) μέσω δράσεως περιβαλλοντικών παραγόντων ή αποτυχίας των ενδογενών κυτταρικών μηχανισμών αναδιπλασιασμού ή μεταγραφής του DNA.
Συνοπτικά, έχει βρεθεί ισχυρή συσχέτιση ορισμένων κληρονομικών γονιδιακών μεταλλάξεων και Κ.Π.Ε., αλλά μόνο το 3-5% των περιπτώσεων Κ.Π.Ε. οφείλεται στις μεταλλάξεις καθαυτές. Κάπνισμα, μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, παχυσαρκία-μεταβολικό σύνδρομο, μειωμένη φυσική δραστηριότητα ή λήψη λαχανικών σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο Κ.Π.Ε., ενώ λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ), θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης και υψηλή πρόσληψη ασβεστίου σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης Κ.Π.Ε.. Ειδικότερα, μελέτες δείχνουν τη σημαντική μείωση των ποσοστών εμφάνισης αδενωμάτων ή Κ.Π.Ε. και υποτροπής μεταξύ των χρηστών ασπιρίνης ή ΜΣΑΦ. Τα ΜΣΑΦ δρουν αναστέλλοντας την κυκλοοξυγενάση (COX) -1 και COX-2 μειώνοντας έτσι τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, την αγγειογένεση και επάγοντας την απόπτωση. Επίσης, η λήψη ασβεστίου φαίνεται ότι μειώνει την επανεμφάνιση αδενωμάτων σε ποσοστά από 19% έως 34%. Ο μηχανισμός της προστατευτικής του επίδρασης είναι πιθανόν πολυπαραγοντικός, φαίνεται δε ότι δρα εξουδετερώνοντας την μεταλλαξιογόνο δράση των χολικών οξέων στο βλεννογόνο του παχέος εντέρου ή αναστέλλοντας άμεσα των πολλαπλασιασμό των επιθηλιακών κυττάρων, η δε μείωση της ανάπτυξης αδενωμάτων διατηρείται για τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά τη διακοπή της θεραπείας. Επίσης, η λήψη συμπληρωμάτων σεληνίου συσχετίστηκε με μείωση εμφάνισης Κ.Π.Ε. σε ποσοστό 58%. Επιπλέον, η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με οιστρογόνα έχει συσχετιστεί με μείωση ~20% του κινδύνου ανάπτυξης Κ.Π.Ε. εξασκώντας και προστατευτική επίδραση έναντι των αδενωμάτων μέσω μείωσης της παραγωγής δευτερογενών χολικών οξέων, του αυξητικού παράγοντα IGF-1 ή και μέσω άμεσης επίπτωσης στα επιθηλιακά κύτταρα του βλεννογόνου του παχέος εντέρου. Αντιθέτως, η λήψη φυλικού οξέος, δεν είναι σαφές αν επιδρά θετικά στη μείωση επανεμφάνισης πολυπόδων. Εξάλλου, η έλλειψη βιταμίνης D σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης Κ.Π.Ε., η δε χορήγησή της εξασκεί αντικαρκινική δράση. Ειδικότερα, η βιταμίνη D3 και οι μεταβολίτες της, εκτός του καθιερωμένου ρόλου τους στην ομοιόσταση, έχει αποδειχθεί ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση ορισμένων σημαντικών κυτταρικών λειτουργιών που αφορούν τον πολλαπλασιασμό, τη διαφοροποίηση και την απόπτωση. Η βιταμίνη D δυνατόν να διαφοροποιεί περισσότερα από 200 γονίδια τα οποία συμμετέχουν σε ποικίλες λειτουργίες που περιλαμβάνουν: ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου, σηματοδότηση αυξητικών παραγόντων, προστασία έναντι του οξειδωτικού στρες που εμπλέκεται στην ογκογένεση, μεταβολισμό χολικών οξέων και ξενοβιοτικών, προσκόλληση των κυττάρων, επιδιόρθωση του DNA, αγγειογένεση, φλεγμονή και ανοσιακή αντίδραση.
Μια προοδευτική εμφάνιση γενετικών μεταβολών σε ογκογονίδια και ογκοκατασταλτικά γονίδια φαίνεται ότι βαίνει παράλληλα με επίσης προοδευτική κλινική και ιστολογική αλληλουχία γεγονότων που περιλαμβάνουν μετάπτωση του φυσιολογικού επιθηλίου του παχέος εντέρου σε ανάπτυξη αδενώματος, δυσπλασίας και τελική εμφάνιση καρκίνου. Παρόμοια προοδευτική διεργασία πιθανολογείται για τη μετάπτωση του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου του οισοφάγου σε μεταπλαστικό επιθήλιο Barrett’s και μέσω δυσπλασίας στην ανάπτυξη αδενοκαρκινώματος του οισοφάγο.
Ειδικότερα, η πολυπαραγοντική και σταδιακή διαδικασία της ογκογενέσεως καταδεικνύεται άμεσα σε μοριακές πειραματικές γενετικές μελέτες που βεβαιώνουν ότι η εξέλιξη του αδενώματος σε καρκίνο παχέος εντέρου είναι αποτέλεσμα συσσωρεύσεως μοριακών γενετικών μεταβολών στις οποίες εμπλέκονται κυρίως τρεις παράγοντες: ενεργοποίηση ογκογονιδίων, αδρανοποίηση ογκοκατασταλτικών γονιδίων και μεταβολές γονιδίων τα οποία συμμετέχουν στη διεργασία διορθώσεως λαθών που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια αναδιπλασιασμού του DNA (DNAmismatchrepair.
Με βάση το αναφερόμενο γενετικό πρότυπο, ο Κ.Π.Ε. γενικά αναπτύσσεται σε δύο στάδια που περιλαμβάνουν των σχηματισμό αδενώματος, ονομαζόμενο στάδιο έναρξης όγκου (tumorinitiation) και την εξέλιξη αδενώματος σε καρκίνο, ονομαζόμενο στάδιο προόδου όγκου (tumorprogression) .
Σχήμα.1 Πρότυπο καρκινογένεσης από την αλληλουχία αδένωμα – καρκίνωμα μέσω οδών χρωμοσωμικής(CIN) ήμικροδορυφορικήςαστάθειας. (GradyWM. Genomic instability and colon cancer. Cancer Metast Rev 2004; 23:11)
Εκτός από το ανώτερο πεπτικό, πρόσφατες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι το H. pylori φαίνεται να εμπλέκεται και στην καρκινογένεση του παχέος εντέρου. Έχει παρατηρηθεί, αυξημένη συχνότητα παρουσίας H. pylori λοιμώξεως σε δείγματα βιοψιών ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου, ο δε αποικισμός του H. pylori σχετίζεται με αυξημένο κυτταρικό πολλαπλασιασμό (αυξημένη έκφραση ογκογονιδίου Ki-67) και μειονεκτική απόπτωση (κυρίως αυξημένη έκφραση της αντιαποπτωτικής Bcl-2 πρωτεΐνης) στον κακοήθη ιστό σε σχέση με τον παρακείμενο υγιή εντερικό βλεννογόνο, που συμβάλουν στην καρκινογένεση του παχέος εντέρου. Επιπλέον, πιθανολογείται ότι η H. pylori-σχετιζόμενη εντόπιση στο παχύ έντερο με συνοδό βλάβη στρατολογεί αρχέγονα κύτταρα μυελού των οστών στο εντερικό επιθήλιο όπου δυνατόν να διευκολύνουν την πρόοδο καρκίνου παχέος εντέρου, όπως κάτι αντίστοιχο αναφέρεται για τον γαστρικό καρκίνο.